- κουρώδης
- κουρώδης, ες,A like a boy,
μολπή Aus.Ep.8.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολπή Aus.Ep.8.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κουρώδης — like a boy masc/fem acc pl (attic epic doric) κουρώδης like a boy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κουρώδης like a boy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρώδης — κουρώδης, ῶδες (Α) [κούρος (Ι)] νεανικός, κοριτσίστικος («κουρώδεα μολπήν», Αυσ.) … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek